- παναρά
- παναρά, ἡ (ΑΜ)ολική κατάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀρά «κατάρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πανάρα — Πανάρᾱ , Πανάρης masc nom/voc/acc dual Πανάρᾱ , Πανάρης masc voc sg (attic) Πανάρᾱ , Πανάρης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… … Dictionary of Greek